σποδούμενο

σποδούμενο
το Ν
(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού λιθίου που ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων με ποικιλίες, κυριότερες από τις οποίες είναι ο αδενίτης και ο κουνζίτης, αλλ. τριφανής ή σποδοειδής ή σποδόχρουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουνζίτης — ο (ορυκτ.) ρόδινη ή ιώδης ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού σποδούμενο, που αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kunzite < όνομα τού George Kunz, Αμερικανού ειδικού στους πολύτιμους λίθους + κατάλ. ite] …   Dictionary of Greek

  • σποδόχρουν — Ορυκτό της ομάδας των πυρο ξένων, του οποίου ο χημικός τύπος είναι LiAl Si2O2 Λέγεται και τριφανής. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, έχει σκληρότητα 6,5 7, ειδικό βάρος 3,1 3,2 και λάμψη γυάλινη. Εμφανίζεται σε διάφορες αποχρώσεις και… …   Dictionary of Greek

  • τριφανής — (I) ές, Α αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῡ ἀρχικοῡ κάλλους... τριφανοῡς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής]. (II) ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού σποδούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”